Όλα ήταν τότε σαν πρωτομαγιά, σαν άνοιξη, σαν δεκαπενταύγουστος, σαν τον ήλιο του καλοκαιριού και την πρώτη βροχή του φθινοπώρου. Σαν τα υπέροχα ροδοκόκκινα άνθη της αμυγδαλιάς και το τρυφερό χορτάρι του παραδείσου. Όπως τα παιδικά χαμόγελα ή τα πεφταστέρια όταν κοιμόμαστε στρωματσάδα. Κι έτσι περνούσε ο καιρός στολισμένος με υποσχέσεις και η ζωή μας σαν κάστρο φτιαγμένο από άμμο και όνειρα και χρωματιστά πουλάκια origami.
Μα θέμα χρόνου ήταν μοναχά να κάνει και ο χειμώνας την επιβλητική του εμφάνιση, μαζί με το βελούδινο σκοτεινό του πέπλο, τυλίγοντάς μας παρά τη θέλησή μας, και τις μέρες εκείνες της μελαγχολίας, που μας κάνουν να θέλουμε να κρυφτούμε σε μια φωλιά από κουβέρτες και τζάκι και παπλώματα. Μέχρι να περάσει το ψύχος, μέχρι να γίνει το σκοτάδι λιακάδα και η αδυσώπητη βροχή γλυκό κύμμα.
Είναι τότε που το μαύρο θα γίνει πάλι ουράνιο τόξο, τα χλωμά μας πρόσωπα θα καταλάβουν τα ηλιοκαμμένα μάγουλα του καλοκαιριού και οι καρδιές μας θα γεμίσουν από ελπίδα και από φως και ίσως πάλι από αγάπη.
Τι θα μπορούσε άλλωστε να είναι πιο σημαντικό απ' την αγάπη;